- ὑπτιάζει
- ὑπτιάζωlay oneself backpres ind mp 2nd sgὑπτιάζωlay oneself backpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπτιάζω — ὑπτιάζω ΝΜΑ [ὕπτιος] 1. (αμτβ.) ξαπλώνω ανάσκελα 2. θέτω κάποιον ή κάτι σε ύπτια θέση, ξαπλώνω κάποιον ή κάτι ανάσκελα μσν. (μτβ.) καθιστώ κάποιον υπεροπτικό («ἡ τύχη ὑπτιάζει τινά», Ιω. Λυδ.) αρχ. 1. ανακατώνω, διαταράσσω («ὑπτιάζειν καὶ… … Dictionary of Greek